peine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɛn/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
peine peines

peine (fr) θηλυκό

  1. η ποινή
  2. η θλίψη, η στενοχώρια, το ντέρτι