ντέρτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ντέρτι | τα | ντέρτια |
γενική | του | ντερτιού | των | ντερτιών |
αιτιατική | το | ντέρτι | τα | ντέρτια |
κλητική | ντέρτι | ντέρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ντέρτι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) καημός (ενίοτε ερωτικός), στενοχώρια, βάσανο
- ※ Άναψε το τσιγάρο, δώσ’ μου φωτιά, έχω μεγάλο ντέρτι μες στην καρδιά. (Στίχοι από το τραγούδι «Άναψε το τσιγάρο», σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη και μουσική Γεράσιμου Κλουβάτου)
- ※ Το ένα και μοναδικό αναλλοίωτο στοιχείο που δεσπόζει στην πρώτη θέση των σύγχρονων ελληνικών τεχνών είναι το μπουζούκι. Αυτό το σύμβολο πόνου, κλάψας, ντερτιού, μαστούρας, καψούρας, ανδρισμού και Αλίκης Βουγιουκλάκη. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)