pen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pen (en)
- φάρμα, εκτροφείο, στάνη, κοτέσι, κλειστός χώρος εκτροφής ζώων
- (μεταφορικά), (αργκό) η ψειρού, η φυλακή
- πένα ή στυλό
- (μεταφορικά) η πένα με την έννοια συγγραφέας
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]
Ιαπωνικά (ja)
[επεξεργασία]Μεταγραφή
[επεξεργασία]pen (rōmaji)
Σράναν (srn)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pen
- ο πόνος