powder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
powder powders

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
powder < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική powder < παλαιά γαλλική poudre < λατινική pulvis, pulver- (σκόνη)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpaʊdə/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

powder (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. ο κονιορτός, η άχνη, η σκόνη, η πασπάλη
  2. (κοσμετολογία) η πούδρα