sentence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: sentience

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sentence sentences

sentence (en)

  1. (γραμματική) πρόταση (μια νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά από λέξεις)
  2. η καταδίκη
     συνώνυμα: conviction
  3. (νομικός όρος) η ποινή στην οποία κάποιος καταδικάζεται
    death sentence - θανατική ποινή
  4. (παρωχημένο) η απόφαση ενός δικαστηρίου
     συνώνυμα: verdict
  5. το μότο

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]
ενεστώτας sentence
γ΄ ενικό ενεστώτα sentences
αόριστος sentenced
παθητική μετοχή sentenced
ενεργητική μετοχή sentencing

sentence (en)



      ενικός         πληθυντικός  
sentence sentences

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɑ̃.tɑ̃s/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sentence (fr) θηλυκό

  1. η δικαστική απόφαση
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις arrêt, décret, jugement και verdict
  2. η κρίση, η γνώμη
  3. (παρωχημένο) η σκέψη (που σχετίζεται συνήθως με την ηθική) που εκφράζεται κατά δογματικό και λόγιο τρόπο, η ρήση
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις adage, aphorisme, apophtegme και maxime

Συγγενικά

[επεξεργασία]