sever

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας sever
γ΄ ενικό ενεστώτα severs
αόριστος severed
παθητική μετοχή severed
ενεργητική μετοχή severing

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsɛv.ɚ/

Ρήμα[επεξεργασία]

sever (en) (επίσημο)

  1. αποκόπτω, κόβω κάτι σε δύο κομμάτια· κόβω κάτι
    The band saw severed the fingers of his right hand.
    Η πριονοκορδέλα τού απέκοψε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη slice off
  2. ξεκόβω, διακόπτω, τερματίζω τελείως μια σχέση ή όλη την επικοινωνία με κάποιον
    He severed ties with his family.
    Ξέκοψε από την οικογένεια του.
    They severed diplomatic relations.
    Διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις.

Πηγές[επεξεργασία]



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sever (sr)



Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sever < πρωτοσλαβική sěverъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sever (sk) αρσενικό (πληθυντικός severy)

  1. ο βορράς
    na sever - προς τα βόρεια
    na severe - στον βορρά
    na sever od Ontária - (προχωρώντας) βόρεια από το Οντάριο

Παράγωγα[επεξεργασία]



Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sever < πρωτοσλαβική sěverъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sever (sl)



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sever < πρωτοσλαβική sěverъ

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sever (en) αρσενικό

Αντώνυμα[επεξεργασία]