slice off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | slice off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slices off |
αόριστος | sliced off |
παθητική μετοχή | sliced off |
ενεργητική μετοχή | slicing off |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
slice off (en)