stay out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | stay out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stays out |
αόριστος | stayed out |
παθητική μετοχή | stayed out |
ενεργητική μετοχή | staying out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
stay out (en)
- μένω έξω, ξενυχτίζω, ξενυχτώ
- ↪ He stayed out all night.
- Έμεινε έξω όλη τη νύχτα.
- ↪ If you stay out every night, then you won’t get up for work.
- Άμα ξενυχτίζεις κάθε βράδι, μετά δεν έχεις σηκωμό για τη δουλειά.
- ↪ He stayed out all night.