çeşme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- çeşme < οθωμανική τουρκική چشمه (çeşme)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
çeşme (tr)
Δείτε επίσης : Çeşme, Cesme |
çeşme (tr)