łapówka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
łapówka (pl) < από τη λέξη łapa
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
łapówka (pl) θηλυκό
łapówka (pl) < από τη λέξη łapa
łapówka (pl) θηλυκό