ΑΔΤ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΑΔΤ < Αριθμός Δελτίου Ταυτότητας
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Α.Δ.Τ. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- αποτελεί μόνο συντομογραφή, προφέρεται πλήρως "αριθμός δελτίου ταυτότητας"