Αέρες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αέρες < αέρας στον πληθυντικό
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αέρες αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (περιοχή) παλαιότερη ονομασία της περιοχής της Κακιάς Σκάλας που ήταν σε χρήση μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αέρες
|