ΓΓΠ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Γ.Γ.Π. αρσενικό αρκτικόλεξο
- ο γενικός γραμματέας μιας ελληνικής περιφέρειας
Πηγές[επεξεργασία]
- Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης (2011). Συντομογραφίες Υπηρεσιών Υπουργείων. Αθήνα. Εθνικό Τύπογραφείο, σελ. 11