ΔΔ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΔΔ < : Διακυβερνητική Διάσκεψη
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Δ.Δ. ή ΔΚ.Δ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- διάσκεψη των κυβερνήσεων της ΕΕ με σκοπό την τροποποίηση μιας συνθήκης