Καρπάθιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καρπάθιος < Κάρπαθος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καρπάθιος αρσενικό

  • Αυτός που έχει γεννηθεί στην Κάρπαθο ή κατάγεται από αυτήν.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]