Κόναβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κόναβος < κόνις + βοή

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κόναβος

φόρεον δέ μιν ἐς μόθον ἵπποι Αἴθων καὶ Φλόγιος, Κόναβος δ᾽ ἐπὶ τοῖσι Φόβος τε, τοὺς Βορέῃ κελάδοντι τέκε βλοσυρῶπις Ἐριννὺς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]