Νεάντερταλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Νεάντερταλ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Neanderthal < Neandertal < Joachim Neander (1650–1680) + Thal / Tal

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Νεάντερταλ αρσενικό άκλιτο

  • (ανθρωπολογία) είδος Homo neanderthalensis, γένους Homo, οικογένειας Ανθρωπιδών, το οποίο εμφανίστηκε 200.000 περίπου χρόνια πριν και εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά πριν 40.000 χρόνια

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]