Σντερότ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σντερότ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή שדרות
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σντερότ θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Σντερότ στη Βικιπαίδεια