άπνους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άπνους < αρχαία ελληνική ἄπνους
Επίθετο[επεξεργασία]
άπνους, -ους, -ουν
- (αρχαιοπρεπές) χωρίς να αναπνέει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άπνους