άραγε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άραγε < αρχαία ελληνική ἆρά γε
Μόριο[επεξεργασία]
άραγε και άραγες
- ερωτηματικό μόριο που χρησιμοποιείται για απλή ερώτηση η οποία περιέχει κάποια εικασία, συνήθως αόριστη, και συχνά σε ρητορικές ερωτήσεις
- άραγε θάρθουν πάλι απόψε;
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- μερικές φορές χρησιμοποιείται λανθασμένα σαν συμπερασματικό