άραγε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άραγε < αρχαία ελληνική ἆρά γε

Μόριο[επεξεργασία]

άραγε και άραγες

  1. ερωτηματικό μόριο που χρησιμοποιείται για απλή ερώτηση η οποία περιέχει κάποια εικασία, συνήθως αόριστη, και συχνά σε ρητορικές ερωτήσεις
    άραγε θάρθουν πάλι απόψε;

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • μερικές φορές χρησιμοποιείται λανθασμένα σαν συμπερασματικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]