άφτερ σέιβ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άφτερ σέιβ < άμεσο δάνειο από την αγγλική after-shave lotion ή άμεσο δάνειο από τη γαλλική after-shave[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.fter ˈse.iv/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άφτερ σέιβ ουδέτερο άκλιτο
- καλλυντικό που το χρησιμοποιούν οι άντρες μετά το ξύρισμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άφτερ σέιβ
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ άφτερ σέιβ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)