ήγουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ήγουν < αρχαία ελληνική ἤγουν < ἤ γε οὖν
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
ήγουν
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ήγουν
|