αγαθάγγελος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαθάγγελος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθάγγελος < ἀγαθός+ ἄγγελος. Συγχρονικά αναλύεται σε αγαθ- + -άγγελος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαθάγγελος αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) αυτός που μεταφέρει καλές ειδήσεις
- άγγελος της λευκής μαγείας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθάγγελος
|
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγαθ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άγγελος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)