αγιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγιάζω
  2. θα αγιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιάζω
  3. να αγιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιάζω