αδιαφιλονίκητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιαφιλονίκητα < αδιαφιλονίκητος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αδιαφιλονίκητα
- κατά τρόπο αδιαφιλονίκητο, χωρίς να υπάρχει καμιά αντίρρηση
- ήταν αδιαφιλονίκητα ο πρωταγωνιστής της βραδιάς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαφιλονίκητα