αδικοπραγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδικοπραγώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
αδικοπραγώ
- (νομικός όρος) διαπράττω αδίκημα, κάνω άδικες πράξεις
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδικοπραγώ | αδικοπραγούσα | θα αδικοπραγώ | να αδικοπραγώ | αδικοπραγώντας | |
β' ενικ. | αδικοπραγείς | αδικοπραγούσες | θα αδικοπραγείς | να αδικοπραγείς | (αδικοπράγει) | |
γ' ενικ. | αδικοπραγεί | αδικοπραγούσε | θα αδικοπραγεί | να αδικοπραγεί | ||
α' πληθ. | αδικοπραγούμε | αδικοπραγούσαμε | θα αδικοπραγούμε | να αδικοπραγούμε | ||
β' πληθ. | αδικοπραγείτε | αδικοπραγούσατε | θα αδικοπραγείτε | να αδικοπραγείτε | αδικοπραγείτε | |
γ' πληθ. | αδικοπραγούν(ε) | αδικοπραγούσαν(ε) | θα αδικοπραγούν(ε) | να αδικοπραγούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδικοπράγησα | θα αδικοπραγήσω | να αδικοπραγήσω | αδικοπραγήσει | ||
β' ενικ. | αδικοπράγησες | θα αδικοπραγήσεις | να αδικοπραγήσεις | αδικοπράγησε | ||
γ' ενικ. | αδικοπράγησε | θα αδικοπραγήσει | να αδικοπραγήσει | |||
α' πληθ. | αδικοπραγήσαμε | θα αδικοπραγήσουμε | να αδικοπραγήσουμε | |||
β' πληθ. | αδικοπραγήσατε | θα αδικοπραγήσετε | να αδικοπραγήσετε | αδικοπραγήστε | ||
γ' πληθ. | αδικοπράγησαν αδικοπραγήσαν(ε) |
θα αδικοπραγήσουν(ε) | να αδικοπραγήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αδικοπραγήσει | είχα αδικοπραγήσει | θα έχω αδικοπραγήσει | να έχω αδικοπραγήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αδικοπραγήσει | είχες αδικοπραγήσει | θα έχεις αδικοπραγήσει | να έχεις αδικοπραγήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αδικοπραγήσει | είχε αδικοπραγήσει | θα έχει αδικοπραγήσει | να έχει αδικοπραγήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αδικοπραγήσει | είχαμε αδικοπραγήσει | θα έχουμε αδικοπραγήσει | να έχουμε αδικοπραγήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αδικοπραγήσει | είχατε αδικοπραγήσει | θα έχετε αδικοπραγήσει | να έχετε αδικοπραγήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αδικοπραγήσει | είχαν αδικοπραγήσει | θα έχουν αδικοπραγήσει | να έχουν αδικοπραγήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδικοπραγώ
|