αζήτητο εμπόρευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αζήτητο εμπόρευμα
- (οικονομία, ναυτικός όρος) εμπόρευμα που βρίσκεται σε υποκείμενο τελωνειακό χώρο που δεν παραλήφθηκε μέσα σε τακτή προθεσμία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αζήτητο εμπόρευμα
|