αιφνιδιαστείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αιφνιδιαστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιφνιδιάζομαι
- θα αιφνιδιαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιφνιδιάζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αιφνιδιάζομαι