αμολήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αμολήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμολάω
  2. θα αμολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμολάω
  3. να αμολήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμολάω