αμολιέμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμολιέμαι < αμολάω + -ιέμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αμολιέμαι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]