αμυνθεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αμυνθεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αμύνομαι
  2. θα αμυνθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμύνομαι
  3. να αμυνθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμύνομαι