αμώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμώνω < μεσαιωνική ελληνική αμόνω < ὀμόνω < αρχαία ελληνική ὀμνύω
- αμώνω < εξαμώνω < μεσαιωνική ελληνική εξαμώνω < λατινική examen
Ρήμα
[επεξεργασία]αμώνω
- άλλη γραφή του αμόνω (με -ω, αναλογικά με τα ρήματα σε -ώνω)
- άλλη μορφή του ξαμώνω