ανέλθει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ανέλθει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανέρχομαι
  2. θα ανέλθει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανέρχομαι
  3. να ανέλθει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανέρχομαι