αναγαλλιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναγαλλιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναγαλλιάζω
  2. θα αναγαλλιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγαλλιάζω
  3. να αναγαλλιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγαλλιάζω