αναγνώσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναγνώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναγινώσκω
  2. θα αναγνώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναγινώσκω
  3. να αναγνώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναγινώσκω