ανακαθίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανακαθίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακαθίζω
- θα ανακαθίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακαθίζω
- να ανακαθίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακαθίζω