ανακουφιστεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ανακουφιστεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακουφίζομαι
- θα ανακουφιστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακουφίζομαι
- να ανακουφιστεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακουφίζομαι