αναλύσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναλύσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλύω
- θα αναλύσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναλύω