αναμείνει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αναμείνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναμένω
  2. θα αναμείνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμένω
  3. να αναμείνει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμένω