αναντρανίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναντρανίζω < α + τρανός = μεγάλος

Ρήμα[επεξεργασία]

αναντρανίζω