αναπιάσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αναπιάσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναπιάνω
- θα αναπιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπιάνω
- να αναπιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπιάνω