αναπληρωτής καθηγητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη  αναπληρωτής και καθηγητής

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

αναπληρωτής καθηγητής αρσενικό

  • πανεπιστημιακός βαθμός ανωτέρου επιπέδου στην ιεραρχία των εκλεγμένων διδασκόντων με διδακτορικό τίτλο, ανώτερος από τον επίκουρο και αμέσως κάτω από τον καθηγητή