ανατρέψει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ανατρέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανατρέπω
  2. θα ανατρέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατρέπω
  3. να ανατρέψει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατρέπω