αναφερθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αναφερθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναφέρομαι
- θα αναφερθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναφέρομαι
- να αναφερθεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναφέρομαι