αντικατοπτρίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αντικατοπτρίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντικατοπτρίζω
  2. θα αντικατοπτρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντικατοπτρίζω
  3. να αντικατοπτρίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντικατοπτρίζω