αντιστραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αντιστραφώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιστρέφομαι
  2. θα αντιστραφώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιστρέφομαι