αντρειευτεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αντρειευτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντρειεύομαι
  2. θα αντρειευτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντρειεύομαι
  3. να αντρειευτεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντρειεύομαι