αντροκαλέσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αντροκαλέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αντροκαλώ
  2. θα αντροκαλέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντροκαλώ
  3. να αντροκαλέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντροκαλώ