αντροκαλέσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αντροκαλέσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντροκαλώ
  2. θα αντροκαλέσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντροκαλώ