απέπτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απέπτως < αρχαία ελληνική ἀπέπτως
Επίρρημα[επεξεργασία]
απέπτως
- (λόγιο) (φυσιολογία) χωρίς να έχει ολοκληρωθεί η πέψη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απέπτως
|